- ομοιότυπος
- -η, -ο (Α ὁμοιότυπος, -ον)αυτός που είναι τού ίδιου ή παρόμοιου τύπου με έναν άλλο, αυτός που έχει την ίδια μορφή με έναν άλλο, ομοιόμορφοςνεοελλ.1. αυτός που έγινε κατά τον ίδιο τύπο, που αποτελεί ακριβές αντίγραφο ενός άλλου, πανομοιότυπος2. (για φυτό) αυτός που μοιάζει με τον αρχικό τύπο, αυτός που δεν αποτελεί παραλλαγή τού αρχικού τύπου3. το ουδ. ως ουσ. το ομοιότυποαντίγραφο κειμένου τυπωμένο ακριβώς όπως το πρωτότυπο.επίρρ...ομοιοτύπως και ομοιότυπαμε όμοιο τύπο, με όμοια μορφή.[ΕΤΥΜΟΛ. < ομοι(ο)-* + -τυπος (< τύπτω), πρβλ. χαλκό-τυπος].
Dictionary of Greek. 2013.